- Πειραικη
- Πειραϊκήἡ Пираика (область близ г. Ὠρωπός) Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Piraiki — Infobox Brewery name = Piraiki Microbrewery EPE caption = location = Drapetsona, Greece owner = opened = production = active beers = brewbox beer|name=Pils|style= brewbox beer|name=Pale Ale|style=Piraiki Microbrewery ( el. Πειραϊκή… … Wikipedia
πειραϊκός — (I) ή, ό / πειραϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πειραιάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
Piraiki Patraiki — Das verwaiste Werksgelände in Patras, 2011 Piraiki Patraiki S.A. (Πειραϊκή Πατραϊκή) war ein Hersteller von Textilien aus Patras. Konkurrenz zumeist aus Fernost machte dem Unternehmen zu schaffen, so dass der zweitgrößte private Arbeitgeber… … Deutsch Wikipedia
Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… … Dictionary of Greek
ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… … Dictionary of Greek
καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… … Dictionary of Greek
Άστιγξ, Φρανκ Άμπνι — (Frank Abney Hastings, 1794 – Ζακυνθος 1828). Άγγλος φιλέλληνας. Αξιωματικός του αγγλικού ναυτικού, ήρθε στην Ελλάδα να προσφέρει τις υπηρεσίες του από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (1822) και υπήρξε από τους φιλέλληνες που πρoσέφεραν τις… … Dictionary of Greek
άστιο — Ανώτερη βαθμίδα του πλειοκαίνου της τριτογενούς περιόδου. Χαρακτηρίζεται από αποθέσεις αβαθών θαλασσών, κυρίως κίτρινες άμμους με παρεμβολές χαλικοκροκαλοπαγών, μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και μάργες. Στην παράκτια αυτή φάση υπήρχε μια πλούσια… … Dictionary of Greek
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek